Γυναίκες μύθοι σε φόντο ασπρόμαυρο

Oδηγώντας μέρα ή νύχτα στις λεωφόρους της μεγαλούπολης, βλέπω από ψηλά, από τις ταράτσες των κτιρίων, πανέμορφες, σχεδόν τέλειες, κοπέλες να μου χαμογελούν με δόντια αστραφτερά, βλέμματα λάγνα, κορμιά θεϊκά και πολύχρωμα χρώματα για φόντο.

Η ζωή είναι πια Technicolor εδώ και αρκετές δεκαετίες. Το ίδιο και η τέχνη. Μόνο που και η ζωή και η τέχνη τρέχουν με φρενήρεις ρυθμούς στην αειθαλή πραγματικότητα των αντινομιών τους. Πολύχρωμη ζωή, να ένας μύθος καταγωγικός για τον σύγχρονο άνθρωπο, ένας μύθος – φαντασίωση, αφού στην πραγματικότητα πολλές φορές η πολυχρωμία της ζωής είναι μονοσήμαντη με πολλές γκρίζες και εξ ορισμού πληκτικές ζώνες μέσα στα αχανή υπνωτήρια του μικροαστικού καθωσπρεπισμού.

Κι όμως κάποτε δεν ήταν έτσι. Το χρώμα είχε την δική του αμφισημία, κυρίως δε, όταν κυρίαρχο ήταν το χρώμα του δίδυμου ήλιου, το άσπρο και το μαύρο με τις αινιγματικές του μεταρσιώσεις σε όλο το φάσμα της όρασης, εξωτερικής και εσωτερικής, που μετέτρεπε την ανταύγεια των πραγμάτων σε μια μεθυστική προσφορά προς τον άφατο έρωτα.

 Εν αρχή ήταν η Diva !

Τω καιρώ εκείνω όπου οι αποχρώσεις του άσπρου και του μαύρου δεν γνώριζαν τα προστατευτικά σύνορα της politically correct συμπεριφοράς, υπήρχαν γυναίκες μοιραίες τόσο στην οθόνη, όσο και στη ζωή. Συνήθως ξανθές, με μακριά φροντισμένα δάχτυλα και κατακόκκινα χείλη και νύχια. Φορούσαν φορέματα κολλητά πάνω στο χυμώδες κορμί τους, γόβες στιλέτο και το βλέμμα τους, όταν δεν υπονοούσε μια λάγνα συνέχεια, μπορούσε να τρυπήσει και την πιο καλοφτιαγμένη πανοπλία του αρσενικού.


Γυναίκες ντίβες στη ζωή και την τέχνη. Γυναίκες που έζησαν στην πυρακτωμένη δίνη του είναι. Μερικές επέζησαν, άλλες πάλι όχι. Όλες όμως αποτέλεσαν το εικονοστάσι, το πάνθεον μιας ασπρόμαυρης ουτοπίας, η οποία στοίχειωνε και στοιχειώνει τα όνειρα των αρσενικών.

Ασπρόμαυρο ήταν το πιο ερωτικό και πιο υγρό φιλί στην ιστορία του κινηματογράφου. Ντέμπορα Κερ και Μπάρτ Λάνγκαστερ, στο From here to eternity. Ένα φιλί στην υγρή παραλία του Πέρλ Χάρμπορ, λίγες ώρες πριν αλλάξει ο ρους της ιστορίας. Ένα φιλί ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα που βλέπουν την καταιγίδα να πλησιάζει κι εκείνοι παραδίδονται στην γοητεία της λήθης και το λίγωμα της έκστασης.

From Here To Eternity - Kiss scene on the beach 

 
Σήμερα το, έγχρωμο, γυμνό είναι προσιτό σε όλους. Λείπει όμως το υπονοούμενο. Ένα υπονοούμενο που θα μπορούσε να προκαλέσει λιποθυμικές διαθέσεις σε άντρες και γυναίκες. Σαν εκείνο … της Ρίτας Χέιγουορθ… της Τζίλντα … που κατεβαίνει τη σκάλα και αργά – αργά βγάζει … απλά το μακρύ μαύρο της γάντι τραγουδώντας … Amando mio. Μια ασπρόμαυρη ταυτότητα του ονείρου, μια άγρια νοσταλγία της ολοκλήρωσης στην εμπόλεμη ζώνη των αισθήσεων. Κι όμως το παράξενο αυτό ménages a trios βασίζεται στο μίσος. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την φράση της Χέιγουορθ στον Γκλεν Φόρντ «αγάπη μου σε μισώ τόσο πολύ που θέλω να πεθάνω για να σε καταστρέψω»; O κόσμος των χαμένων προσδοκιών, των προδομένων συναισθημάτων, των ερωτικών διαψεύσεων.

Μπορεί άραγε κανείς να ξεχάσει εκείνο το εσπερινό βλέμμα της Ελίζαμπεθ Τάιλορ καθισμένης στις ρίζες ενός δέντρου μ’ ένα ποτήρι στο χέρι; Απέναντι της, ο Ρίτσαρντ Μπάρντον. Προσπαθούν να απαντήσουν στο γιγαντιαίο ερωτηματικό «ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ. Η αποσπερίδα θα τελειώσει, μα η ολική αποξένωση των ηρώων θα αφήσει ανεξίτηλα τα σχήματα της μελαγχολίας. Το βλέμμα όμως, εκείνο το βλέμμα το γκριζοπράσινο σε ασπρόμαυρο φόντο, θα παραμείνει αείποτε ως σημείο μιας εύθραυστης εκεχειρίας. Από την άλλη πλευρά, ο Μπάρντον, μια μορφή θρυλική, μακριά και έξω από τα σημερινά πρότυπα των γραμμομένων κοιλιακών και των φουσκωμένων με κρεατίνη μπράτσων, θα δείξει ότι ο άντρας είναι το ίδιο εύθραυστο πλάσμα με τη γυναίκα, όταν γίνεται θύμα της ανάγκης. Μιας ανάγκης της οποίας είμαστε όλοι εκ γενετής υποτελείς, της ανάγκης του έρωτα και της αγάπης.

Play it again Sam, λέει ο Χάμφρευ Μπόγκαρτ στην Καζαμπλάνκα το 1942 και μαζί με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν δίνουν μια νέα διάσταση στον ανεκπλήρωτο έρωτα. Ο βραχύσωμος άντρας με την ιδιόρρυθμη ένρινη φωνή και η ψηλή, ξανθιά, απόμακρη, βόρεια θεά, η Ίνγκριτ Μπέργκμαν, μέσα από τον αδιέξοδο λόγω συγκυριών έρωτά τους, κυριολεκτικά βρισκόμενοι στην μεθόριο, στο κατώφλι της πύλης των ζωντανών – νεκρών, προφέρουν τους συλλαβισμούς της ψυχής τους και δημιουργούν το φεγγοβόλημα ενός μύθου αιώνιου. Ο έρωτας συγκρούεται με τις επιταγές της ιστορίας και θυσιάζεται στο βωμό της ελευθερίας. Από την αρχή του έργου ο Μπόγκαρτ ήξερε ότι όσα θα κέρδιζε από τον αγώνα του θα αθροίζονταν σε μια αμετάκλητη χασούρα. Έπαιξε όμως.
Γυναίκες που λένε ψέματα για να εξαπατήσουν, άντρες που ποτέ δεν δείχνουν τι σκέφτονται. Ένας κόσμος ψεύδους, απάτης. Το Γεράκι της Μάλτας ως σύμβολο ακρωτηριασμένων σημασιών και νοημάτων. Σ’ αυτόν τον σκοτεινό και μυστηριώδη κόσμο του Ντάσιελ Χάμμετ ο Χάμφρευ Μπόγκαρτ ξέρει πολύ καλά πως ένας άντρας για να τα βγάλει πέρα πρέπει να επιστρατεύσει ή τα κότσια του ή την απελπισία του. Δίπλα του μια ντίβα, η Μαίρη Άστορ. Μια γυναίκα μυστήριο, μια γυναίκα έρεβος, μια γυναίκα εκπρόσωπος μιας παράφορης θεολογίας, τα δόγματα της οποίας συνοψίζονται στη φράση «επιβίωση πάση θυσία».

Γράφτηκε από τον Ουίλιαμς το 1947 και από τον ίδιο γράφτηκε και το κινηματογραφικό σενάριο, που γυρίστηκε το 1951 από τον Ηλία Καζάν, με πρωταγωνιστές τον Μάρλον Μπράντο και την Βίβιαν Λη. Κέρδισε 4 Οσκαρ, λογοκρίθηκε όμως αυστηρά και κόπηκαν 5 λεπτά από την αρχική έκδοση. Ένα καλοκαίρι από τη τραγική ζωή της Μπλανς Ντυμπουά στην υγρή και ερωτική Νέα Ορλεάνη. Ένα λεωφορείο γεμάτο ανθρώπους και όνειρα στοιβαγμένους όπως -όπως. Η Μπλάνς Ντυμπούα με το θράσος της γυναίκας που αγαπάει, ο άντρας της Στάνλεϋ Κοβάλσκι με την αλαζονεία του ανθρώπου που έμαθε μόνο ν’ αγαπιέται, ο άγουρος κι αναποφάσιστος Μιτς κι οι υπόλοιποι επιβάτες μιας οποιασδήποτε Νέας Ορλεάνης, που κοιτούν απ’ τα παράθυρα του λεωφορείου της τη παράξενη Μεξικάνα που της φωνάζει «Flores…. Flores para los muertos…»  κι αυτοί δεν ξέρουν γιατί… Μια γυναίκα – μινιατούρα μέσα στη διαυγή σκοτεινιά. Μια γυναίκα κι ένας άντρας που αναζητούν εναγωνίως την χαμένη εγκαρδιότητα των πραγμάτων. Μια γυναίκα μονίμως μ’ ένα ποτήρι αλκοόλ στο χέρι κι ένας άντρας με αμάνικο μπλουζάκι να γέρνει σε μια πόρτα. Ο μοναχικός ήχος του χρόνου κυλάει αμετάκλητα και εν τέλει οι ήρωες θα δηλώσουν ανέστιες διευθύνσεις.

Απροσάρμοστος και αποτυχημένος πρώην πυγμάχος αποφασίζει να τα βάλει με τον υπόκοσμο του λιμανιού. Ο Μάρλον Μπράντο με δωρικό τρόπο αναδεικνύει το γκρίζο τοπίο του λιμανιού της αγωνίας σε τόπο φτιαγμένο για αναχωρήσεις και εξεγέρσεις. Δίπλα του η μοναδική Εύα Μαρί Σέντ. Στην μεθόριο του λιμανιού, στο σύνορο ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, στη μελαγχολική εσχατιά των βρώμικων νερών, ένα ζευγάρι αφουγκράζεται ασθμαίνοντας το θρόισμα των πιθανοτήτων για την πολυπόθητη συνάντηση.

Και η Μάρλεν Ντίτριχ με τον Γαλάζιο Άγγελο, η Λάνα Τάρνερ με την προσωπική της εξέγερση, η Λωρίν Μπακόλ με το βλέμμα – λυγερή λεπίδα, η Σοφία Λώρεν με το σώμα – ηφαίστειο και το απέραντο πράσινο του βλέμματος, αλλά και η δική μας, η θεϊκή Μελίνα με την βραχνή φωνή και τα δύο εκείνα εκφραστικά μάτια μέσα στα οποία χάθηκαν γενιές ολόκληρες αρσενικών, είναι πορτρέτα γιγαντιαίων διαστάσεων σε μια πινακοθήκη με γυναίκες – μύθους.
Φιγούρα εμβληματική, προσωποποίησε τον ερωτισμό του 20ου αιώνα. Μέχρι το τέλος της ζωής της θα την συνοδεύει το όνομα «Γαλάζιος Άγγελος». Μάρλεν Ντίτριχ μια γυναίκα θρύλος αναπόσπαστο πλέον τμήμα του αρχετυπικού μύθου για την αιώνια πάλη ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό. Παρόλα αυτά όμως, η αμφισεξουαλικότητά της, απέδειξε ότι ήταν τολμητίας και στη ζωή και όχι μόνο στην τέχνη.

Μια γυναίκα – αμαρτία. Το εισιτήριο για την κόλαση. Η πύλη για τον παράδεισο. Διαλέγετε και παίρνετε. Η Λάνα Τάρνερ όμως, στο «Ο ταχυδρόμος χτυπάει δυο φορές» του 1946 πέρα από κάθε αμφιβολία άνοιξε το δρόμο όπου η ελεγχόμενη ένταση των αισθημάτων χάνει την πυξίδα της και εκτροχιάζεται με σφοδρή δύναμη πάνω στη σύμπτωση των βλεμμάτων.
Σύντροφος στη ζωή του μεγάλου Χάμφρευ Μπόγκαρτ, η Λωρίν Μπακόλ πέραν την άγριας ομορφιάς της ήταν πάντα μια γυναίκα που πάλεψε με περισσό θάρρος κατά της δικτατορίας των μεγάλων κινηματογραφικών εταιρειών του Χόλυγουντ. Μαζί με τον Χάμφρευ ήταν στην μαύρη λίστα των εταιρειών και για πολλά χρόνια δυσκολεύονταν να βρουν δουλειά. Κλασσική είναι η ιστορία με την σφυρίχτρα που της χάρισε ο Χάμφρευ σε κάποιο γύρισμα λέγοντας της: «όποτε με χρειαστείς σφύριξε μου». Την έβαλε στο χέρι της και μετά από χρόνια, την στιγμή της κηδείας του, άρχισε να σφυρίζει. Ήταν ο ύστατος φόρος τιμής από μια γυναίκα θρύλο στο άντρα – μύθο που περνούσε στην αιωνιότητα.

Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από το «Παιδί και το δελφίνι» έκτοτε έχει πρωταγωνιστήσει σε δεκάδες ταινίες. Στα εβδομήντα της χρόνια εξακολουθεί να είναι εκείνη η χυμώδης γυναίκα που τραγουδώντας «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» στα ελληνικά, προκάλεσε στην φαντασία των αρσενικών μια βέβηλη εξέγερση. Είχε βέβαια προηγηθεί η ταινία της «Πόθοι κάτω από τις λεύκες», πράγμα που συνέβαλε στην ανατολή μιας ακόμη γυναίκας – μύθου στην λαβωμένη μεταπολεμική κοινωνία που διψούσε για χαρά και έρωτα.
Στέκεται ψηλόλιγνη και λυγερή στα βραχάκια της Πειραϊκής κρατώντας σφιχτά με τα χέρια της την μικροσκοπική ζακετούλα που είναι ριγμένη στους ώμους της και ατενίζει τη θάλασσα σαν να μιλάει μαζί της. Από πίσω διστακτικά την πλησιάζει ο Φούντας μη τολμώντας να μιλήσει. Εκείνη, δίχως να γυρίσει του λέει: «ζήτα μου ό,τι θες, μόνο να ‘ναι πολύ». Την στιγμή εκείνη το βλέμμα της σαν οργισμένη χελινοδοουρά σχίζει το παραπέτασμα του χρόνου και μας φανερώνει την επόμενη ώρα των εραστών. Αυτή ήταν η Μελίνα. Όχι μόνο στο σινεμά αλλά και στη ζωή.
* * * * *
Ων ουκ έτσι ο αριθμός αυτών των ταινιών που σε φόντο ασπρόμαυρο δημιούργησαν την προσωπική μυθολογία του καθενός μας. Μιας μυθολογίας που αποτελεί και το απερίφραχτο όριο της προσωπικής μας ιστορίας. Στην πυρακτωμένη δίνη των ιστοριών των ηρώων ο καθένας μας βάδισε την δική του έρημο ατενίζοντας την εσωτερική θέα ως ύστατη εξιδανίκευση ενός ονείρου που μπορεί να γίνει πραγματικότητα.

 Πηγή:http://www.mediasoup.gr/node/39212

Share:

Δημοσίευση σχολίου

Designed by OddThemes | Distributed by Blogger Themes